Κνισοδιωκτης

Κνισοδιωκτης
    Κνισοδιώκτης
    Κνισοδιώκτης, Κνισσοδιώκτης
    -ου ὅ «Гоняющийся за салом», «Охотник до жареного» (имя мыши) Batr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Κνισοδιωκτης" в других словарях:

  • κνισοδιώκτης — κνισοδιώκτης, ὁ (Α) (κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιππο διώκτης, ληστο διώκτης)] …   Dictionary of Greek

  • κνισοδιωκτῶν — κνισοδιώκτης Fat hunter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • κνισοτηρητής — κνισοτηρητής, o (Α) κνισοδιώκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + τηρητής (< τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρητής] …   Dictionary of Greek

  • κνισσοδιώκτης — κνισσοδιώκτης, ὁ (Α) (εσφ. γραφ.) κνισοδιώκτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»